ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ
Ο γάμος στη Θράκη λέγεται “χαρά”. Παλαιότερα ήταν πολύ δύσκολο να γνωριστούν οι νέοι μεταξύ τους και να παντρευτούν. Έτσι χρειαζόταν να υπάρχει ένας μεσολαβητής, ο προξενητής, ο οποίος αναλάμβανε να προσεγγίσει την οικογένεια της νύφης . Αυτού του είδους οι “συμφωνίες” αρκετές φορές γίνονταν με την ευκαιρία της εμποροπανήγυρης των Φερών. Παλιά στον πατέρα του κοριτσιού πλήρωνε ο γαμπρός το “μπαμπά-χακί”, ένα είδος αποζημίωσης, επειδή ο πατέρας έχανε φτηνά εργατικά χέρια. Ο θεσμός κράτησε έως το 1970. Η κοπέλα το γνώριζε γιαυτό τραγουδούσε βγαίνοντας από το σπίτι του πατέρα της για την εκκλησία:
“Τώρα βγαίνου ιγώ τώρα πααίνου
τώρα χόρτασι γουνιά κι τόπου
θα μι θυμηθείς του καλουκαίρι
θα ζιστό ψουμί ν' απού του φούρνου
θαν κρύουν νιρό ν' απού τη βρύση”
Στον Πέπλο από την προηγούμενη Δευτέρα ετοίμαζαν και συγύριζαν το σπίτι οι γυναίκες, που έπρεπε να είναι πρωτοστέφανες και με πρωτοστέφανους γονείς. Ετοίμαζαν και στόλιζαν την προίκα μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου. Από εκεί και πέρα έστελνε ο γαμπρός άλογα (“αραμπά”: άμαξα) μαζί με οργανοπαίκτες, για να τη μεταφέρουν στο σπίτι του. Η πομπή χόρευε “αντικριστό” και είχε μαζί της μπουγάτσα, μια μπιζουτιέρα, έναν καθρέφτη, μια χτένα και σκέπασμα για το κεφάλι της νύφης. Τα συμπεθέρια έβγαζαν κεράσματα και κερνούσαν το σόι του γαμπρού. Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης, ο γαμπρός περνούσε σε ένα δωμάτιο με τον “παράγαμπρο” και τις γυναίκες που τον συνόδευαν. Ο κουμπάρος έψαχνε για το κρυμμένο παπούτσι της νύφης: δεν έμπαινε στο πόδι, αν δεν έδινε χρήματα ο κουμπάρος. Η νύφη και ο γαμπρός πριν αποχωρήσουν από τα σπίτια τους για τη γαμήλια τελετή φιλούσαν το χέρι των γονιών τους, χαιρετούσαν τα εικονίσματα και έπαιρναν μαζί τους ένα σίδερο ή καρφί, για να είναι σιδερένιοι. Η νύφη ανέβαινε στον αραμπά και ο γαμπρός με τον παράγαμπρο και τον κουμπάρο πήγαιναν μπροστά από τον αραμπά. Η μάνα της νύφης έριχνε με βασιλικό νερό, για να “τρέχει πάντα η δουλειά σαν το νερό”. Οι φίλες της νύφης τραγουδούσαν:
“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα ξεχωρίζονται μάνα και θυγατέρα.
Η μάνα είναι πέρδικα κι η κόρη περιστέρα.
Να πας να πεις της μάνας σου να κάνει κι άλλη κόρη
σένα να μοιάζει στο κορμί, σένα στα μαύρα μάτια!”
Όταν ο αραμπάς έφτανε στην εκκλησία, η νύφη έδινε δώρο στον κουμπάρο και αυτός την κατέβαζε από τον αραμπά και την οδηγούσε στην είσοδο της εκκλησίας. Όταν ο κουμπάρος ἀλλαζε τα στέφανα, μερικά γεροδεμένα παλικάρια τον σήκωναν στα χέρια, φώναζαν “Άξιος!” και του ζητούσαν να “τάξει”.
Στους Κήπους πριν το γάμο γινόταν το “κλέψιμο της νύφης”. Οι συγγενείς του γαμπρού έμπαιναν στο σπίτι της νύφης και “έκλεβαν” συμβολικά πιάτα, πηρούνια, γενικά οικιακά σκεύη, τα οποία υποτίθεται θα χρησίμευαν για το στήσιμο του νοικοκυριού του νέου ζευγαριού. Η κουμπάρα έπρεπε να πάει στη νύφη με δώρα την ημέρα του γάμου, τα οποία τα τοποθετούσαν σε ένα ξύλινο πανέρι. Αν την Κυριακή του γάμου βρέχει, έλεγαν ότι κλαίει η νύφη. Όταν η πομπή ξεκινούσε και η νύφη έβγαινε από την αυλόπορτα, “προσκυνούσε” τρεις φορές στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού. Προπορεύονταν τα “παιχνίδια”, τα όργανα, ακολουθούσε το “σινί” (καλάθι) του κουμπάρου με τις λαμπάδες και τα στέφανα.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω έθιμα επιβιώνουν και στις μέρες μας στην περιοχή του Πέπλου...