Το πρόγραμμα αναπτύσσεται γύρω από πέντε κύριους μεθοδολογικούς άξονες που διατρέχουν όλες τις επιμέρους φάσεις υλοποίησης και συνιστούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο στοχευμένων δράσεων για την προώθηση καινοτόμων εκπαιδευτικών πρακτικών. Οι άξονες διέπονται από το αίτημα καλλιέργειας και επέκτασης των καθέτων και οριζοντίων σχέσεων και αλληλοδράσεων μεταξύ των ομάδων που συνθέτουν και περιβάλλουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Ως προς το εσωτερικό της εκπαιδευτικής κοινότητας, πρόκειται τόσο για την κάθετη σχέση καθηγητών – μαθητών όσο και για την οριζόντια συνεργατική σχέση μεταξύ των μαθητών. Σε ό,τι αφορά την επαφή της εκπαιδευτικής κοινότητας με τον περιβάλλοντα χώρο, πρόκειται για τις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ σχολείου και κοινωνίας και μεταξύ σχολείου και φυσικού ή δομημένου περιβάλλοντος.
Οι άξονες είναι οι εξής:
1. Διασύνδεση σχολείου και κοινωνίας
Στο πλαίσιο του άξονα αυτού ενεργοποιείται η αλληλόδραση μεταξύ των μελών των ομάδων εργασίας που συστήνονται στο πλαίσιο του προγράμματος από τη μια μεριά και του εξωσχολικού περιβάλλοντος από την άλλη. Το τελευταίο αναλύεται στις κατηγορίες της οικογένειας, της τοπικής κοινωνίας, των θεσμών και του φυσικού / δομημένου περιβάλλοντος. Σε κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές προσιδιάζουν ιδιαίτερες τεχνικές και μέθοδοι προσέγγισης.
Ως προς την οικογένεια και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, δεσπόζει η τεχνική της συνέντευξης και της συλλογής προσωπικών / οικογενειακών μνημονικών αναφορών και κειμηλίων. Σε σχέση με την τοπική κοινωνία, ουσιαστικό ρόλο στην έρευνα παίζει η καθιέρωση δικτύων πληροφορίας μέσω της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης και ενδιαφέροντος. Η επαφή με θεσμούς και συλλογικότητες περιλαμβάνει την έρευνα σε αρχειακά σύνολα, καταστατικά και ιστορικά οργανισμών και βιβλιογραφικές συλλογές, όπως και την αναζήτηση πληροφοριών ή την αίτηση αδειών από τους αρμόδιους φορείς. Το τελευταίο, εκτός της χρησιμότητάς του στο πλαίσιο του έργου, εκπαιδεύει τους μελλοντικούς πολίτες στη σχέση τους με τους δημόσιους θεσμούς. Τέλος, σε ό,τι αφορά το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, προκρίνεται η μέθοδος της παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού (φωτογραφία, βίντεο) με έντονο το βιωματικό / μικροκοινωνικό στοιχείο.
2. Επιτόπια έρευνα, καταγραφή και παρουσίαση
Η επιτόπια έρευνα και καταγραφή συνδυάζει (σε πρωτόλειο βέβαια στάδιο) τη μέθοδο συλλογής υλικού του ιστορικού και εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα. Στο πλαίσιο του άξονα αυτού πραγματοποιείται αρχειακή έρευνα σε σύνολα δημοσίων και ιδιωτικών φορέων (δήμοι, κοινότητες, νομαρχίες, σύλλογοι, εταιρείες κλπ.). Πρόκειται για τον εντοπισμό, τη συλλογή, την επεξεργασία, την ενσωμάτωση και την αξιοποίηση πάσης φύσεως γραπτών, οπτικών και ακουστικών τεκμηρίων. Παράλληλα πραγματοποιούνται ηχογραφημένες ή/και βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις με ανθρώπους από το οικείο οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον. Η διαδικασία για την πραγματοποίηση των συνεντεύξεων περιλαμβάνει τον εντοπισμό των ανθρώπων, την προετοιμασία, η οποία προϋποθέτει την οικοδόμηση σχέσεων οικειότητας, τη διεξαγωγή της συνέντευξης, και την επεξεργασία του αποτελέσματος, στάδια για τα οποία απαιτούνται κάποιες απλές τεχνικές δεξιότητες.
Τέλος, στο πλαίσιο του προγράμματος αναπτύσσονται συγκεκριμένες τεχνικές και δημιουργικές δεξιότητες. Αυτές αφορούν τη δημιουργία και διαχείριση του οπτικοακουστικού υλικού (φωτογραφίες, βίντεο, αρχεία ήχου), και κυρίως την αξιοποίηση του υλικού στη συγκρότηση μιας δομημένης παρουσίασης επί κάποιου θέματος που αφορά την τοπική ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα. Με αυτόν τον τρόπο τα νέα παιδιά έρχονται σε επαφή με ολόκληρο το φάσμα εργασιών του ερευνητή (διατύπωση ερωτήματος, διεξαγωγή της έρευνας, διαχείριση των αποτελεσμάτων, σύνθεση).
3. Συμμετοχική παρατήρηση
Η συμμετοχική παρατήρηση αφορά τη σχέση των μαθητών που απαρτίζουν τις ομάδες εργασίας με το αντικείμενο της έρευνας. Η σχέση αυτή διέπεται από την έννοια της βιωματικότητας και της συμμετοχής. Οι μαθητές είναι την ίδια στιγμή μέλη της οικογένειας, της γειτονιάς, της ευρύτερης συνοικίας ή του χωριού τους και παράλληλα διεξάγουν έρευνα για τις συλλογικότητες, στις οποίες εντάσσονται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έρευνα της τοπικής ιστορίας και κοινωνίας γίνεται και έρευνα του εαυτού, της ατομικής και μικρο-κοινωνικής ταυτότητας. Έτσι οι ιστορικές και κοινωνικές διεργασίες παύουν να είναι μακρινές και δυσνόητες. Αντίθετα, αποκτούν βιωματική διάσταση ανατροφοδοτώντας τις εμπειρίες της καθημερινότητας με τη γνώση του παρελθόντος και, ακόμη περισσότερο, με την αντίληψη για τη διαρκή παρουσία και ανανέωσή του μέσα στο παρόν.
4. Χαρακτήρας αυτοπαρουσίασης
Η αυτοπαρουσίαση πραγματοποιείται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τόσο ως αυτοπαρουσίαση του κάθε μέλους των ομάδων εργασίας, όσο και ως αυτοπαρουσίαση των ομάδων εργασίας που απαρτίζονται από ένα σχολείο. Μαθαίνοντας να μιλούν για τον εαυτό τους και για το σύνολο, στο οποίο εντάσσονται για τους σκοπούς του προγράμματος, τα μέλη των ομάδων εργασίας μαθαίνουν πώς να αντιμετωπίζουν και να βοηθούν τους ανθρώπους, με τους οποίους θα έρθουν σε επαφή και από τους οποίους με τη σειρά τους θα ζητήσουν να αυτοπαρουσιαστούν και να ενεργοποιήσουν το μνημονικό τους απόθεμα σε μια συνέντευξη. Η τεχνική της δημόσιας αυτοπαρουσίασης αντιμετωπίζεται εδώ τόσο ως συστατικό στοιχείο δόμησης της συλλογικότητας των ομάδων εργασίας, όσο και ως γέφυρα μεταξύ των μελών των ομάδων εργασίας με την κοινωνία.
5. Προώθηση της συνεργασίας και συλλογικότητα
Το πρόγραμμα καλλιεργεί και προωθεί συνεργατικές και συλλογικές μορφές εργασίας. Οι επιμέρους δράσεις ανατίθενται όχι μόνο σε άτομα, αλλά κυρίως σε μικρές ομάδες εργασίας, στο πλαίσιο των οποίων κάθε μέλος αναλαμβάνει διακριτούς και παράλληλα εναλλάξιμους ρόλους. Οι έννοιες της συνεργασίας και της συλλογικότητας διαπερνούν τα όρια της εκπαιδευτικής κοινότητας και εκβάλλουν στον περίγυρο του σχολείου. Την ίδια στιγμή που διαμορφώνουν σχέσεις συνεργασίας με τα άλλα μέλη της ομάδας εργασίας, οι μαθητές συνθέτουν συνεργατικές σχέσεις με τους ανθρώπους, περισσότερο ή λιγότερο οικείους, που αποτελούν τους «πληροφοριοδότες» τους για την εξακρίβωση των διαδρομών της τοπικής ιστορίας.