Στην καρδιά της πόλης. Η πλατεία Συντάγματος
Μετάβαση στο τέλος των μετα-δεδομένων
Μεταφορά στην αρχή του μεταδεδομένων
 
Η πλατεία γενικά αποτελεί τον κοινόχρηστο χώρο που χαρακτηρίζει τις ελληνικές πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς. Εξυπηρετεί ανάγκες λειτουργίας του δομημένου χώρου αλλά και βασικές κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτικές ανάγκες, όπως της συναναστροφής, της συλλογικότητας, της επικοινωνίας, της επαφής. Μέσα στην αλλοτινή αστική πλατεία ο άνθρωπος μπορούσε να δραστηριοποιηθεί, να μιλήσει, να πράξει, να ασκήσει τα πολιτικά και κοινωνικά του δικαιώματα, να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του, να ανταλλάξει και να διαμορφώσει απόψεις και ιδέες. Το χαρακτηριστικό κτήριο ή μνημείο σε αυτήν την έκανε όχι μόνο τοπόσημο αλλά και σύμβολο κάθε περιοχής. Όσα διαδραματίζονταν σε μια πλατεία, οι επαναστάσεις, οι συγκεντρώσεις, οι συζητήσεις, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής του τότε αστού. Οι πλατείες, έτσι, ταυτίστηκαν και γέμισαν με γεγονότα, παραστάσεις, συναισθήματα, αξίες, γι’ αυτό και έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του Έλληνα. Αυτή, λοιπόν, η άμεση δραστηριοποίηση ήταν και ο πρωταρχικός ρόλος της πλατείας, ένας ρόλος ουσιαστικός, που πολύ είχε εκτιμήσει η ελληνική κοινωνία.

Η Πλατεία Συντάγματος, η ιστορικότερη πλατεία του Ναυπλίου, ήταν η βασική πλατεία της πόλης σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Ήδη από την Πρώτη Ενετοκρατία εδώ δημιουργήθηκε με επίχωση ο Φόρος (Forum, αγορά-πλατεία) και χτίστηκε το παλάτι του Ενετού διοικητή. Κατά την Πρώτη Τουρκοκρατία (1540-1686) ήταν κέντρο της πόλης, αφού σε αυτή φαίνεται ότι βρισκόταν το Σαράι του τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου καθώς και δύο τζαμιά. Επίσης, έχει συμπεριληφθεί στη «Χάρτα των Ευρωπαϊκών Πλατειών» και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες πλατείες παγκοσμίως.

Πλατεία Συντάγματος, άποψη από το Μουσείο

Η πλατεία έχει αλλάξει αρκετές φορές ονομασία. Το 19ο αιώνα, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν γνωστή με το όνομα Πλατεία Πλατάνου, από τον ιστορικό πλάτανο που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της. Το 1843 μετονομάστηκε σε Πλατεία Λουδοβίκου, προς τιμήν του πατέρα του βασιλιά Όθωνα. Κατόπιν, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ονομάστηκε Πλατεία Συντάγματος, κατά κύριο λόγο επειδή είχε συνδεθεί με τον αγώνα για την παραχώρηση Συντάγματος και τη Ναυπλιακή Επανάσταση («Τα Ναυπλιακά», Φεβρουάριος-Μάρτιος 1862), ενώ αργότερα για κάποιο διάστημα της δόθηκαν οι ονομασίες Πλατεία Στρατώνος και Πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Β΄. 

Το σχέδιο της πλατείας έχει κι αυτό αλλάξει ουσιαστικά με την πάροδο των χρόνων. Υπήρχε ήδη από την Πρώτη Τουρκοκρατία και η πρώτη αλλαγή στο σχέδιό της έγινε κατά τη Β΄ Περίοδο της Ενετοκρατίας (1686-1715). Τότε οι Βενετσιάνοι διαμόρφωσαν την κεντρική πλατεία δίνοντάς της σαν τέρμα το Οπλοστάσιο ή Αρσενάλε (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο), χωρίς όμως να προφτάσουν και να της δώσουν την οριστική της μορφή, αφού ξέσπασε νέος πόλεμος με τους Τούρκους. Με την άφιξη του Καποδίστρια, η πλατεία απέκτησε τις σημερινές της διαστάσεις σε σχέδια των Βαλλιάνου και Βούλγαρη το 1832, και την ίδια εποχή διανοίχτηκε η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου (ή Μεγάλος Δρόμος) που οδηγεί αξονικά στο κέντρο της πλατείας. Στους νεότερους χρόνους διαμορφώθηκε σε νεοκλασική πλατεία με δρόμους περιμετρικά, ενώ τη δεκαετία του ’70 η πλατεία ανακατασκευάστηκε και πήρε τη σημερινή της μορφή, που την τοποθετεί πολύ κοντά στα μεσαιωνικά πρότυπα. 

Άποψη της πλατείας από το Μεγάλο Δρόμο

Στο χώρο της σημερινής, πλακόστρωτης πλατείας δεσπόζει ο αιωνόβιος πλάτανος που προσφέρει απλόχερα στους επισκέπτες τη σκιά του. Επίσης στο κέντρο της υπάρχει ένας κύβος από μαύρη πέτρα, άλλοτε βάση ηλιακού ρολογιού, που αφαιρέθηκε από το φόβο του τραυματισμού των παιδιών. Μπροστά από το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας υπάρχει γλυπτό προς τιμήν της πρωταγωνίστριας της Ναυπλιακής επανάστασης Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου και δίπλα ένας ανάγλυφος ενετικός λέοντας, ενώ στο πλάι του Μουσείου μπορούμε να δούμε μια αρχαία σαρκοφάγο.

Ο πλάτανος

Η πλατεία είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική και οικονομική διαδρομή του Ναυπλίου και αποτελεί σημείο αναφοράς της πόλης, αφού περιβάλλεται από σημαντικά ιστορικά μνημεία κάθε εποχής, καθώς και από εξίσου σημαντικά νεοκλασικά κτήρια. Τα πιο αξιοσημείωτα κτίσματα της πλατείας είναι το Τριανόν, το Αρχαιολογικό Μουσείο και η Εθνική Τράπεζα.

 Ξενάγηση από τον κ. Μπάμπη Αντωνιάδη, τοπογράφο-μηχανικό της  Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (πρώτο μέρος)

Ξενάγηση από τον κ. Μπάμπη Αντωνιάδη, τοπογράφο-μηχανικό της  Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (δεύτερο μέρος)

Ενετικός λέων στην Πλατεία Συντάγματος
Αρχαιολογικό Μουσείο 
Πανοπλία Δενδρών

Κυρίαρχο στο βάθος της μεγάλης πλατείας, αλλά και σε όλο το Ναύπλιο, υψώνεται ένα από τα σπουδαιότερα βενετσιάνικα κτήρια της πόλης, το σημερινό Μουσείο. Κτίστηκε το 1713 από το Βενετσιάνο προβλεπτή του στόλου Αυγουστίνο Σαγρέδο για Αρσενάλε, δηλαδή Οπλοστάσιο του ενετικού στόλου. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που ξαφνιάζει με την απλότητά του, δίνοντας με την πρώτη ματιά την εντύπωση κτηρίου της προχωρημένης Αναγέννησης, αν και είναι αρκετά μεταγενέστερο. Για παράδειγμα, τη στοά του ισογείου δεν τη διαμορφώνουν κολώνες, όπως συνηθιζόταν στην Αναγέννηση, αλλά παραστάδες, και μάλιστα με επιφάνεια όχι ενιαία αλλά διακοπτόμενη από προεξοχές και βαθουλώματα. Στον εσωτερικό τοίχο του ισογείου, που είναι μεταγενέστερη προσθήκη, είναι ολοφάνερα τα χαρακτηριστικά του κλασικισμού του 19ου αιώνα, όπως λ.χ. η ισοτιμία ανάμεσα στα παράθυρα και την πόρτα --δεν τονίζεται η τελευταία με μεγαλύτερο ύψος ή πλούσιο πλαίσιο, όπως γίνεται στην πόρτα του αρχικού Οπλοστασίου. Στους τοίχους του κτηρίου υπάρχουν ανάγλυφοι λέοντες, σήμα κατατεθέν των Ενετών, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ανθρωπόμορφες βρύσες που στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους και άλλοτε έτρεχε νερό από το στόμα τους.

Υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για τη λιτότητα του σχεδιασμού του κτηρίου. Από την μια πλευρά η απλότητα αυτή υπαγορευόταν από τη στρατιωτική χρήση του οικοδομήματος. Από την άλλη ο αρχιτέκτονας ίσως δεν ακολούθησε πιστά τα δυτικά πρότυπα, ώστε το κτήριο να μην αποτελεί παραφωνία με το περιβάλλον, κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμηδιού.

Οι κατά καιρούς χρήσεις του κτηρίου είναι πολυάριθμες. Στη διάρκεια της Ενετοκρατίας συνεχίστηκε η στρατιωτική χρήση του. Αργότερα εκεί είχε την έδρα του το 8ο Σώμα Πεζικού του Ελληνικού Στρατού και μέχρι το 1929 στεγαζόταν η Στρατιωτική Λέσχη. Το 1933 άρχισε να λειτουργεί ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά τη Γερμανική Κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ανακριτικών γραφείων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 επαναλειτούργησε μετά από σημαντικές επιδιορθώσεις, εσωτερικά και εξωτερικά, ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 2009 εκσυγχρονίστηκε εσωτερικά και εμπλουτίστηκαν τα εκθέματά του. Πρόκειται για ένα πραγματικά σύγχρονο και φιλικό στον επισκέπτη μουσείο που αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τα πολυμέσα και την τεχνολογία. Στην πλούσια συλλογή της, η επανέκθεση περιλαμβάνει αντικείμενα από τους προϊστορικούς χρόνους και τη Μυκηναϊκή Εποχή ως την Ύστερη Αρχαιότητα, με εντυπωσιακότερο ίσως έκθεμα τη μοναδική πανοπλία των Δενδρών.


Τριανόν (Παλαιό Τζαμί)

Το Παλαιό Τζαμί στην Πλατεία Συντάγματος αποτελεί ίσως το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του β΄ μισού του 16ου αιώνα στην πόλη. Βρισκόταν στη συνοικία του Μεγάλου Βεζίρη ή συνοικία του χανιού του Σουλτάν Αχμέτ. Επρόκειτο για ένα τέμενος απλό, λιτό, επαρχιώτικης τεχνοτροπίας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τεμένη της Πελοποννήσου.

Το τέμενος μετατράπηκε αρχικά σε χριστιανικό ρωμαιοκαθολικό ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι στο τάγμα των Φραγκισκανών το 1687, δηλαδή κατά τη Β΄ Ενετοκρατία. Στη διάρκεια της Β΄ Οθωμανικής περιόδου έγινε ξανά μουσουλμανικό τέμενος, ενώ το 1828 στέγασε το πρώτο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων. Από το 1831 έως το 1884 ήταν κρατικό δημοτικό σχολείο. Για κάποια χρόνια υπήρξε Ειρηνοδικείο Ναυπλίου αλλά και μητροπολιτικός ναός της πόλης. Το 1893 επιδιορθώθηκε και μετατράπηκε σε ωδείο και θέατρο για να γίνει αργότερα, το 1937, ο δημοτικός κινηματογράφος Τριανόν, επωνυμία με την οποία είναι γνωστό το μνημείο στους κατοίκους σήμερα. Από το 1993 αποτελεί την έδρα του Δημοτικού Θεάτρου Ναυπλίου, ενώ χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκθέσεις.

Για τη μορφή του τεμένους αντλούμε περισσότερα στοιχεία από τις απεικονίσεις ευρωπαίων περιηγητών, ιδιαίτερα από μια υδατογραφία της οθωνικής περιόδου του G. Haubenschmidt.

Το Παλαιό Τζαμί είναι ένα κτήριο με απλή ορθογωνική κάτοψη, που καλύπτεται από σχεδόν οκταγωνικό τρούλο. Είναι χτισμένο με πέτρες και ανάμεσα τούβλα, κατά τη βυζαντινή τεχνική. Το τέμενος, υπερυψωμένο στην αρχική του φάση, διέθετε μικρή αυλή στα δυτικά, που δε σώζεται σήμερα, στην οποία οδηγούσε κλίμακα. Η είσοδος είχε τοξωτή στοά που στεγαζόταν από τρεις τρουλίσκους. Παράθυρα ανοίγονται σε όλες τις όψεις του μνημείου. Κατά τη μετατροπή του τεμένους σε θέατρο, προστέθηκε μεσοπάτωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ διατηρήθηκαν τα παράθυρα του επάνω μέρους. Σήμερα η μορφή του κτίσματος δε φαίνεται καλά, αφού με το ανέβασμα της πλατείας έχει ταφεί ένα τμήμα από το κάτω μέρος του κτηρίου, ενώ ο νάρθηκας με τις κολώνες έχει σκεπαστεί με τοίχο.

Εθνική Τράπεζα

Το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας χτίστηκε το 1936 με αρχιτέκτονα το Νικόλαο Ζουμπουλίδη, που υπήρξε και διευθυντής του καταστήματος. Φέρει επιρροές από τα μυκηναϊκά μέγαρα και απηχεί μια τελευταία στροφή προς το νεοκλασικισμό στη δεκαετία του ’30. Το ισόγειο λειτούργησε ως τράπεζα και ο όροφος ως κατοικία του διευθυντή. Το έργο δεν ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα. Από το μπαλκόνι του εκφωνήθηκαν κατά καιρούς πολιτικοί λόγοι όλων των αποχρώσεων.

Το κτήριο έχει μεγάλη ιστορική σημασία. Βρίσκεται εκεί που κάποτε βρισκόταν το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, ηγετικής μορφής στον αγώνα κατά της απολυταρχίας του Όθωνα. Σε αυτό το σπίτι λέγεται ότι οργανώθηκε η Επανάσταση των Ναυπλιωτών. Σήμερα, μπροστά από το κτίσμα, υπάρχει γλυπτό αφιερωμένο στη μνήμη της.

Άλλα κτήρια της πλατείας

Ελλάς

Το κτήριο που στο ισόγειό του στεγάζεται εστιατόριο εδώ και πολλές δεκαετίες, με διάφορες κατά καιρούς ονομασίες (σήμερα «Ελλάς»), είναι ενετικό κτίσμα με μεταγενέστερες προσθήκες. Το 1839 δεν υπήρχε δεύτερος όροφος. Το 1888 ο δεύτερος όροφος λειτουργούσε ως ξενοδοχείο, ενώ στον πρώτο βρισκόταν η λέσχη της «καλής κοινωνίας» του Ναυπλίου. Από τα μπαλκόνια του έχουν εκφωνήσει λόγους διάφοροι πολιτικοί στη διάρκεια προεκλογικών συγκεντρώσεων στο παρελθόν.

 Κτήριο Μελισσηνού

Υπήρξε ιδιοκτησία του Νικήτα Σταματελόπουλου, του γνωστού «Νικηταρά του Τουρκοφάγου». Είναι ένα πρώιμο νεοκλασικό, που οι μεταγενέστερες επεμβάσεις (γείσο στέγης, μπαλκόνια) δεν έχουν αλλοιώσει το ύφος του. Στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821 γίνονταν δίκες. Στο ισόγειο λειτούργησαν κατά καιρούς καφενείο, χώρος δημοπρασιών, κουρείο, στιλβωτήριο, φωτογραφείο, βιβλιοπωλείο. Από τα μπαλκόνια του εκφώνησαν λόγους διάφοροι πολιτικοί σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, ενώ μαθητές και μαθήτριες έκαναν απαγγελίες ποιημάτων κατά τον εορτασμό εθνικών επετείων.

Κτήριο Βίγγα
  

Το κτήριο Βίγγα χτίστηκε το 1878 σε οικόπεδο που ανήκε στο Γενναίο Κολοκοτρώνη, γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Είναι ένα όψιμο νεοκλασικό που στέγασε στο ισόγειό του το τυπογραφείο της εφημερίδας «Αργολίς», έκδοση και ιδιοκτησία Βίγγα. Από το 1929 έως το 1930 λειτουργούσαν στο ισόγειο καφενείο και κουρείο. Πριν την Κατοχή στεγάστηκε εκεί η Λέσχη Αξιωματικών. Στην ιταλική Κατοχή ο πρώτος όροφος χρησιμοποιήθηκε από τους Ιταλούς ως Καραμπινιερία και κρατητήριο. Μετά το 1945 συνέχισε να λειτουργεί ως Λέσχη Αξιωματικών. Σήμερα αποτελεί ιδιοκτησία ΥΠΠΟΤ και βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση σε αναμονή εργασιών συντήρησης.

Φαρμακείο
  

Είναι ένα πρώιμο νεοκλασικό όπου έχει εισχωρήσει το παρακείμενο ισόγειο, κτισμένο μετά το 1950. Στο ισόγειο λειτούργησαν κατά καιρούς βιβλιοπωλείο και φαρμακεία. Ο πρώτος όροφος έχει υπάρξει κατοικία, ιατρείο και δικηγορικό γραφείο, ενώ για χρόνια είχαν εκεί γραφεία πολιτικά κόμματα.

Κτήριο Ρούσσου

Είναι ένα διώροφο πρώιμο νεοκλασικό με λιτά μορφολογικά χαρακτηριστικά, που διατηρεί μέχρι σήμερα το ύφος του. Στο ισόγειο λειτούργησαν κατά καιρούς: ταβέρνα, ο Συνεταιρισμός Δημοσίων Υπαλλήλων, και κατάστημα με είδη λαϊκής τέχνης.

Κτήριο «Νούφαρα»

Είναι ένα όψιμο νεοκλασικό κτίσμα με ιδιαίτερα ψηλό ισόγειο, σοφίτα και δώμα. Στέγασε για δεκαετίες το περίφημο αριστοκρατικό «Μεγάλο Καφενείο» του Σμυρναίου ενώ σήμερα λειτουργεί ως ιταλικό εστιατόριο με την ονομασία «Νούφαρα».

 Η ζωή της πλατείας: τότε και τώρα

Πανοραμική άποψη

Η πλατεία Συντάγματος, από τότε που δημιουργήθηκε, αποτελεί αγαπημένο υπαίθριο τόπο συνάθροισης των Ναυπλιωτών, γι’ αυτό και σφύζει ακόμα και σήμερα από ζωή. Οι δραστηριότητες των ανθρώπων στην πλατεία από το παρελθόν μέχρι σήμερα είναι πολυάριθμες και ποικίλες.

Εδώ αγόρευαν και συζητούσαν τα θέματα της Επανάστασης οι αγωνιστές στη διάρκεια της Επανάστασης. Όταν, στη διάρκεια του Αγώνα (1826), το έθνος είχε μεγάλη ανάγκη χρημάτων,  ο διδάσκαλος του Γένους Γ. Γεννάδιος με εμπνευσμένη ομιλία του στον πλάτανο συγκίνησε τούς ακροατές του, που άρχισαν να προσφέρουν από το υστέρημά τους στον έρανο. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μια πάμφτωχη γυναίκα, η Ψωροκώσταινα, που πρόσφερε τα τελευταία της υπάρχοντα, ένα ασημένιο δαχτυλίδι κι ένα γρόσι.

Μετά την απελευθέρωση, την περίοδο που το Ναύπλιο ήταν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στη σκιά του γέρικου πλατάνου, εκτός από παρέες που περνούσαν εκεί το χρόνο τους, συναντούσε κανείς ρήτορες, πολιτικούς που αγόρευαν, αλλά και τους λεγόμενους «αναφορογράφους». Οι τελευταίοι αναλάμβαναν με κάποια αμοιβή τη σύνταξη αιτήσεων και αναφορών προς την Κυβέρνηση για λογαριασμό αναλφάβητων ανθρώπων. Σε αρκετούς από τους μεγάλους αγωνιστές της Επανάστασης (Νικηταράς, Θ. Κολοκοτρώνης) παραχωρήθηκαν οικόπεδα και σπίτια γύρω από την πλατεία. Από τα μπαλκόνια της πλατείας μπορούσε να ακούσει κανείς λόγους με πολιτικό περιεχόμενο, όπως της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, που παρακινούσε τους Ναυπλιώτες να ξεσηκωθούν εναντίον της απολυταρχίας του Όθωνα.

Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, οι άνθρωποι επισκέπτονταν την πλατεία για να συναντηθούν, να μιλήσουν, να κάνουν βόλτες. Τα παιδιά έπαιζαν, οι μεγάλοι συζητούσαν. Η χαλαρή ατμόσφαιρα ήταν μια ευκαιρία να ξεχαστούν τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεσπούσαν μικροί αλλά και μεγάλοι καβγάδες, κυρίως με αφορμή πολιτικές αντιπαραθέσεις.  Επίσης, στην πλατεία γίνονταν διάφορες εκδηλώσεις, όπως σχολικές γιορτές, ενώ λειτουργούσε και κινηματογράφος. Όταν ακόμα υπήρχαν δρόμοι περιμετρικά της πλατείας, πριν την πεζοδρόμησή της, λειτουργούσε ακόμα και πιάτσα ταξί. Τέλος, στην πλατεία γινόταν και το λεγόμενο «νυφοπάζαρο», δηλαδή έβγαιναν τα κορίτσια με τις οικογένειές τους και έκαναν βόλτες, για να τις δουν οι υποψήφιοι γαμπροί που ήταν μαζεμένοι εκεί και πιθανώς να τις ζητήσουν σε γάμο.

Σήμερα η πλατεία εξακολουθεί να αποτελεί χώρο συνάντησης και αναψυχής. Προσελκύει δε και πολλούς επισκέπτες, λόγω της μεγάλης ιστορικής αξίας αλλά και της ομορφιάς της. Στο Τριανόν μπορεί κανείς να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ το Μουσείο δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες που θέλουν να δουν τα ενδιαφέροντα εκθέματά του.

Για τα παιδιά της πόλης η πλατεία είναι πολύ σημαντική, αφού εκεί έχουν άπλετο χώρο για να παίξουν ελεύθερα και να ξεδώσουν, χωρίς το φόβο των αυτοκινήτων. Ποδόσφαιρο, πατίνια, ποδήλατα και σκέιτ γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο της πλατείας. Ακόμα στην πλατεία υπάρχουν πολλοί μικροπωλητές, που πουλούν κυρίως μπαλόνια και παιδικά παιχνίδια, ενώ δεν είναι σπάνιες οι εμφανίσεις ταχυδακτυλουργών, ακροβατών και άλλων καλλιτεχνών του δρόμου. Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου οργανώνονται εκδηλώσεις, όπως η συγκέντρωση των Επιταφίων όλων των ενοριών, ο εορτασμός του Πάσχα, αποκριάτικες μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις, το γοητευτικό βενετσιάνικο καρναβάλι των ντόμινο με φόντο το κτήριο του Μουσείου, καλοκαιρινές συναυλίες κ.ά.

Γύρω από την πλατεία σήμερα λειτουργούν πολλά καταστήματα, κυρίως καφετέριες και εστιατόρια, που τα σαββατοκύριακα και το καλοκαίρι είναι ασφυκτικά γεμάτα.
Πάντως πολλοί είναι αυτοί που παραπονούνται για τη σημερινή της κατάσταση, λόγω των μικροπωλητών και των τραπεζοκαθισμάτων που καταλαμβάνουν το χώρο και, όπως λένε, αλλοιώνουν την όψη της, αλλά και αλλάζουν τον πρωταρχικό της ρόλο. Δηλαδή, η πλατεία, αντί να αποτελεί πλέον πεδίο ανθρώπινων ανταλλαγών κα δραστηριότητας, μετατρέπεται σε πεδίο δραστηριοτήτων ιδιωτικοοικονομικής φύσης. Η ανάγκη για επαφή και επικοινωνία, που οδηγεί τους ανθρώπους στις πλατείες, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και μέσο πλουτισμού. Έτσι ο κοινωνός-δέκτης άνθρωπος γίνεται πελάτης-καταναλωτής και η αξία της συλλογικότητας υποσκελίζεται από τα κριτήρια της ιδιωτικής ωφέλειας και του κέρδους. Ίσως αξίζει να προβληματιστούμε όλοι σχετικά με το τι σημαίνει για μας η συγκεκριμένη πλατεία και τι ζητάμε από αυτή.