Ρεμπέτικη μουσική
Ρεμπέτικο τραγούδι (ή γενικά στον πληθυντικό Ρεμπέτικα) ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Την ίδια περίπου εποχή αναπτύχθηκε στα Ταμπάχανα Πάτρας μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού: τα ταμπαχανιώτικα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα "μουρμούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στην τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων.
Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν γιάλα" ή "γιαλελέλι". Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ’ εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν’ αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή.
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το μπουζούκι και η κιθάρα. Το μπουζούκι είναι το σολιστικό όργανο και παίζει την μελωδία, ενώ η κιθάρα αναλαμβάνει το ρυθμικό μέρος -με παίξιμο «μπασοκίθαρο» όπως λέγεται ο χαρακτηριστικός τρόπος παιξίματος της λαϊκής κιθάρας. Συχνά υπάρχουν δύο μπουζούκια που παίζουν διφωνίες (πρίμο-σεγόντο) ή και ψηλά-χαμηλά. Καμιά φορά συμμετέχει και ο μπαγλαμάς σαν σολιστικό συμπλήρωμα του μπουζουκιού, αν και τις περισσότερες φορές παίζει ρυθμό.
Ενίοτε χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, το κοντραμπάσο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι.
Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις. Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή - παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.
Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων και άλλα.
Σκάλα του Μιλάνου
Η καλλιτεχνική φυσιογνωμία της οικογένειας Μιλάνου άρχισε να ξεχωρίζει από πολύ παλιά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα όπου ο Νικόλαος Μιλάνος ή Κολατσής, ένας άνθρωπος με έντονα ανεπτυγμένο το μουσικό του αισθητήριο, έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε για δικό του κέφι και φυσικά και για την παρέα, στην μπακαλοταβέρνα που διατηρούσε στην Πορταριά Πηλίου.
Την εποχή εκείνη που στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας κυριαρχούσαν ακόμη οι επιρροές από τις συνήθειες του οθωμανικού στοιχείου και στα μεγάλα αστικά κέντρα επικρατούσαν τα "Καφέ - Αμάν", εκείνος με το παίξιμο του μπουζουκιού (προφανώς πρέπει να το έμαθε από κάποιον ανατολίτη οργανοπαίχτη) και το τραγούδι του, είχε μεταφέρει, σε κάποιο βαθμό, στο δικό του χώρο την ατμόσφαιρα της λαϊκής ταβέρνας της πόλης, σε ένα ορεινό χωριό που οι συνήθειες δεν έπαυαν να είναι συνήθειες υπαίθρου.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε το 1892 ο αριστερόχειρας (έγραφε και έπαιζε μπουζούκι με το δεξί χέρι) Στέφανος Μιλάνος. Γαλουχήθηκε με λαϊκά και παραδοσιακά ακούσματα που άκουγε από τον πατέρα του ενώ με το όργανο που θα τον συντρόφευε σ’ όλη του τη ζωή, το μπουζούκι, ήρθε σε πρώτη επαφή από πολύ μικρός. Με τη βοήθεια του πατέρα του έμαθε τα μυστικά του οργάνου και εξελίχτηκε πολύ γρήγορα σε ένα δεξιοτέχνη οργανοπαίχτη.
Τα χρόνια περνούν στο χωριό με τον Στέφανο τριγυρισμένο από το περιβάλλον της ταβέρνας και από τα αδέλφια του που, προς όφελος της Πατρίδας, ήταν αρκετά, πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια. Η αυξημένη σε δυναμικό οικογένεια δημιουργούσε αρκετά προβλήματα στον κορβανά του πολύτεκνου πατέρα, πράγμα που ανάγκασε τον δεκατετράχρονο Στέφανο να ξενιτευτεί για εργασία στην Αίγυπτο χωρίς όμως να πάρει μαζί του το αγαπημένο του μπουζούκι. Εκεί θα εργαστεί προς όφελος και αποκατάσταση των θηλυκών μελών της οικογένειας για να ξαναγυρίσει το 1913 ξανά στην Πατρίδα, στην Πορταριά Πηλίου.
Όμως εκείνα τα χρόνια που ήρθε ο Στέφανος στη γενέτειρά του, ήταν δύσκολα, όπως δύσκολα ήταν και τα περισσότερα χρόνια του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι βρίσκονταν εν εξελίξει, ο Πρώτος Παγκόσμιος προ των θυρών και η οικονομική αναταραχή της μικροαστικής τάξης αρκετά εμφανής. Τότε ο Στέφανος το 1913 κατατάσσεται εθελοντής στις τάξεις του στρατού μαζί με τον αδελφό του Σπύρο. Αρχές του 1919 σε μια πολεμική ανάπαυλα, επιστρέφει για λίγο στην Πορταριά για να ξαναφύγει στα τέλη του ίδιου χρόνου και να απολυθεί οριστικά στα 1922.
Μέσα σ’ αυτή τη περίοδο ο Νίκος Μιλάνος αναγκάστηκε να δανειστεί από προύχοντα του χωριού χρήματα για την επιβίωση της οικογένειας. Όμως ο πολύτεκνος πατέρας δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην εξόφληση του χρέους με αποτέλεσμα ο τότε περιβόητος προύχοντας της Πορταριάς να του πάρει τα μικρά του χωράφια που τα κρατούσε σαν ένα κεφάλαιο οικογενειακής σιγουριάς. Ήταν τρομερό! Τη στιγμή που τα δύο του αγόρια πολεμούσαν στο μέτωπο για την εξασφάλιση της ελευθερίας και της περιουσίας των Ελλήνων πολιτών, οι Έλληνες "πολίτες" κατακτούσαν την δική του περιουσία. Τότε, μέσα στα 1915 ήταν που έκλεισε και η μπακαλοταβέρνα του. Με το κλείσιμο της ταβέρνας στην Πορταριά κλείνει η πρώτη σελίδα από την ιστορία της οικογένειας Μιλάνου και ανοίγει μία δεύτερη.
Το 1919 ανοίγει ο Στέφανος Μιλάνος μαζί με τον γαμπρό του το ταβερνάκι στη περιοχή του Αγ. Νικολάου Βόλου στην οδό Ερμού 174 που με την αλλαγή της αρίθμησης έγινε 186. Σ’ εκείνο το μικρό μαγαζάκι, ο Στέφανος με το μπουζούκι του έβγαζε το μεράκι του. Το όργανο αυτό που το υπεραγαπούσε και που δεν το αποχωριζότανε ποτέ, ήταν ο νταλγκάς του!
Στα 1922 η χώρα μας βιώνει την αιματοβαμμένη Μικρασιατική καταστροφή και τον περιπετειώδη ερχομό χιλιάδων προσφύγων. Και σ’ αυτά τα ταραγμένα χρόνια η ταβερνούλα του Στέφανου στην οδό Ερμού δούλευε προσφέροντας στους ρέκτες αυτού του είδους της διασκέδασης, κρασί, μπουζούκι και καλή καρδιά. Η καλή καρδιά του Στέφανου Μιλάνου έμελλε τότε να ζευγαρώσει με την Σουλτάνα Αρτεμίδου, πρόσφυγα της Μικρασιατικής καταστροφής που έλαχε να γνωρίσει και να αγαπήσει. Οι αντιδράσεις του συγγενικού περιβάλλοντος ήταν αρνητικές για την επερχόμενη σύζευξη, αλλά ο δυναμικός και ερωτευμένος Στέφανος ήταν ανένδοτος με αποτέλεσμα να συνεχίσει το μεγάλωμα της οικογένειας Μιλάνου με την παρουσία των τεσσάρων παιδιών που ακολούθησαν, τριών αγοριών και ενός κοριτσιού, που πέθανε μικρό.
Η καρδερίνα καμάρωνε στο κλουβί της ενώ η καλοθρεμμένη γάτα περιφέρονταν ναζιάρικα και τρίβονταν στα πόδια των πελατών. Στον τοίχο κρεμασμένα τα μπουζούκια και ο περιβόητος "ΜΑΥΡΟΠΙΝΑΚΑΣ". Είναι τα χρόνια του Μεσοπολέμου που βλέπει το φως της ζωής ο πρωτότοκος γιος, ο Κάρολος (1932), ενώ φεύγει από την ζωή ο παππούς Νίκος (1934 ή ΄35). Τότε βαφτίζεται και η Ταβέρνα - ΚΑΦΕΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ η "ΣΚΑΛΑ".
Ήταν το 1936 που με διάταγμα του Μεταξά υποχρεώθηκαν όλα τα καταστήματα να αναρτήσουν ταμπέλες με το είδος που προσέφεραν και τα υπόλοιπα ονομαστικά τους στοιχεία. Τότε και ο γνωστός δημοσιογράφος του Βόλου και Διευθυντής της εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΙΑ Τάκης Οικονομάκης, θερμός φίλος του Στέφανου, ενθουσιασμένος από το περιβάλλον του μαγαζιού είπε ότι : "Όποιος μπει μέσα σ’ αυτόν τον γλυκό χώρο, στη "ΣΚΑΛΑ", σκαλώνει και δεν μπορεί να βγει γιατί δεν θέλει ο ίδιος να βγει. Και ότι δεν χρειάζεται να πάει κανείς στο Μιλάνο της Ιταλίας να δει την περίφημη "ΣΚΑΛΑ", μπορεί να έρθει στην Ερμού 174 για να δει τη "ΣΚΑΛΑ" του ΜΙΛΑΝΟΥ".
Τα ανήσυχα και ταραγμένα χρόνια στην Ελλάδα δεν τελείωσαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τις πολιτικές ανακατατάξεις του μεσοπολέμου. Ο πόλεμος του 40 έφερε νέα δεινά, ενώ ο αδελφοκτόνος εμφύλιος χάλασε την ανθρωπιά και δημιούργησε απανθρωπιά. Το 1944 έγινε επέλαση Ταγματασφαλιτών στη ταβέρνα του Στέφανου λόγω της αριστερής του ιδεολογίας χωρίς να μπορέσουν να τον συλλάβουν μιας και φρόντισε να φύγει έγκαιρα και να κρυφτεί σε χωριά του Πηλίου.
Τα χρόνια περνούσαν και ο κόσμος της Ελλάδας άρχιζε να ελπίζει για καλύτερες ημέρες. Η "ΣΚΑΛΑ" των Μιλανέων ακολουθούσε και αυτή την ιστορία και την μοίρα της σκορπίζοντας στον κόσμο της κάθε βράδυ το κέφι της, την αγάπη της και τους καλομαγειρεμένους μεζέδες της. Πιστοί θαμώνες του χώρου άνθρωποι από όλες της κοινωνικές τάξεις και πολιτικές ιδεολογίες και παρατάξεις που αγαπούσαν τον Στέφανο, την τέχνη του και τα παιδιά του που στο μεταξύ άρχισαν να δείχνουν την παρουσία τους στο μαγαζί.
Πρώτος από τα παιδιά που στάθηκε δίπλα στον πατέρα τους ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Κάρολος. Γεννημένος στον Βόλο το 1932 και μαθαίνοντας από πολύ μικρός, από τον πατέρα του μπουζούκι και αργότερα μαντολίνο, κιθάρα και μπαγλαμά, έμελλε να εξελιχθεί σε έναν δεξιοτέχνη πρακτικό οργανοπαίχτη και σε έναν γνήσιο λαϊκό συνθέτη και τραγουδιστή που σκόρπισε την δική του τέχνη στη ταβέρνα για πάρα πολλά χρόνια . Το 1948 ο μετέπειτα φίλος των Μιλανέων και αδελφός του Β. Τσιτσάνη, Χρίστος (Κίτσος), άκουσε το παίξιμο του Κάρολου στο μπουζούκι, ενθουσιάστηκε και τον ενθουσιασμό του μετέφερε στον αδελφό του Βασίλη, μ’ αποτέλεσμα ο τελευταίος να καλέσει τον Κάρολο στο δικό του συγκρότημα. Όμως ο Κάρολος έλαχε να είναι ο πρωτότοκος της οικογένειας και η φιλοσοφία του πατέρα Στέφανου ήταν πως ο μεγάλος γιος πρέπει να είναι κοντά στον πατέρα για να τον στηρίζει. Έτσι ο Κάρολος χάνει μια μεγάλη ευκαιρία (ίσως) για κάτι καλύτερο στη καλλιτεχνική του καριέρα. Την τριετία 1950-1953 ο Κάρολος δουλεύει ως επαγγελματίας μπουζουξής με διάφορα ορχηστικά σχήματα εκτός της "ΣΚΑΛΑΣ" σε μαγαζιά του Βόλου, της Λάρισας και των Τρικάλων. Στο διάστημα αυτό, δηλαδή στα μισά της δεκαετίας του 50 συμμετείχε σε συγκρότημα με κιθάρες και χαβάγιες που έκανε δεκάδες εκπομπές στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αναγκάζεται για βιοποριστικούς λόγους να ξαναδουλέψει ως επαγγελματίας μπουζουξής σε διάφορα κέντρα διασκεδάσεως του Θεσσαλικού κάμπου. Ο Κάρολος Μιλάνος, αν και δεν είχε την τύχη να ενσωματωθεί με τα μεγάλα σχήματα του κέντρου, έζησε όμως μέσα στην "ΣΚΑΛΑ" του μεγάλες εμπειρίες, μεγάλες στιγμές τέχνης μια και από εκεί παρελάσανε κατά καιρούς και έπαιξαν για το κέφι τους μεγάλοι τεχνίτες του είδους. Με πρότυπο πάντα τον πατέρα του και με τις εμπειρίες που συνεχώς αποκτούσε, έγραφε κατά διαστήματα δικές του συνθέσεις που τις έπαιζε και τραγουδούσε στο μαγαζί.
Ένας άλλος γιος, ο δεύτερος στη σειρά, είναι ο Νίκος που γεννήθηκε στο Βόλο το 1938 και απεφοίτησε από την τότε Εμπορική σχολή του Βόλου. Γνώστης από παιδάκι της τέχνης του μπουζουκιού, της κιθάρας και του μπαγλαμά, βρίσκεται και αυτός στο περιβάλλον της ταβέρνας και προσφέρει τις υπηρεσίες του και μάλιστα αρκετές φορές μόνος του.
Ο τρίτος γιος και ο μικρότερος, ο Στάθης, γεννήθηκε στον Βόλο το 1941. Θαυμάσιος μουσικός και οργανοπαίχτης (μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμά) συμμετείχε κι αυτός για αρκετά χρόνια στη σύνθεση της ταβέρνας. Ένα γεγονός που πρέπει να αναφερθεί είναι πως ο Στάθης το 1947 σε ηλικία έξι ετών έπαιξε μπουζούκι στα βαφτίσια του! (Βαφτίστηκε αρκετά μεγάλος διότι ο μέλλων νουνός του ήταν εξορία λόγω της πολιτικής κατάστασης). Σήμερα ο Στάθης Μιλάνος διδάσκει σε ωδείο την τέχνη του μπουζουκιού και όχι μόνο, σε επίδοξους λάτρες του οργάνου.
Σε κάποιο σημείο του κειμένου αναφέρθηκε ότι στη ταβέρνα της Ερμού μεταξύ των άλλων αντικειμένων υπήρχε στον τοίχο και ένας μαυροπίνακας μικρών σχετικά διαστάσεων. Πράγματι, ο πίνακας αυτός είχε τοποθετηθεί εκεί σαν ένα τεφτέρι χρεών από τους πελάτες. Αργότερα αντικαταστάθηκε με μπακαλοτέφτερο αλλά δεν έφυγε από τον χώρο του.
Ο Στέφανος Μιλάνος πέθανε σε ηλικία 78 ετών το 1970. Την ποιότητα της ταβέρνας της οδού Ερμού και αργότερα της οδού Ιωλκού, από πλευράς ήθους, εδεσμάτων και το κυριότερο της ακουστικής απόλαυσης, κράτησαν τα αδέλφια Κάρολος και Νίκος.
Συνέντευξη από τον κο Αγαπητό Λάμπρο
Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζεται η συνέντευξη από τον Κύριο Λάμπρο Αγαπητό, ο οποίος είναι δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και μουσικός που συνεργάστηκε με την οικογένεια Μιλάνου για το χρονικό διάστημα 1982 - 2006. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 13/12/2012 στο Μουσικό Σχολείο Βόλου και από αυτή αντλήσαμε τις παρακάτω πληροφορίες.
Ο κύριος Αγαπητός ασχολείται με την μουσική από το 1982, ξεκίνησε δηλαδή σε ηλικία 22 χρονών. Του αρέσουν πάρα πολλά είδη μουσικής αλλά έμαθε μπουζούκι και ασχολείται κυρίως με το ρεμπέτικο. Παρόλα αυτά ακούει τα πάντα όπως: τζαζ, παλιά τζαζ πριν το 40 αλλά και αρκετά ροκ κομμάτια. Εκτός από μπουζούκι, παίζει επίσης μπαγλαμά και τζουρά.
Ο κύριος Αγαπητός μάς είπε ότι ήταν περισσότερο φίλοι με τους Μιλανέους και έπαιρνε μέρος κάθε βράδυ στις μουσικές εμφανίσεις μαζί τους. Έπαιζε περίπου από το 1990 έως το 2006, έτος κατά το οποίο έκλεισε η Σκάλα. Η συνεργασία του με τους Μιλανέους πρόεκυψε από μια φιλική σχέση και με τους τρεις. Ο Κάρολος και ο Νίκος ήταν στη Σκάλα και ο Στάθης είχε την σχολή στον Δήμο. Γενικότερα ήταν φίλοι έβγαιναν τις Κυριακές έξω για φαγητό, είχαν και οικογενειακές σχέσεις εκτός από μουσικές.
Το μαγαζί λειτουργούσε καθημερινά, εκτός από την Κυριακή. Το μουσικό πρόγραμμα ξεκινούσε συνήθως στις 23.00 και τελείωνε γύρω τη 01.00, δηλαδή κρατούσε δυο με δυόμιση ώρες. Άνοιγε όμως και τα μεσημέρια που ήταν εξίσου ωραία γιατί μαζεύονταν πολλοί μουσικοί από διάφορα μέρη και σχήματα για καφέ, τάβλι, χαρτί. Το μαγαζί ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο και ελάχιστες φορές είχε λίγο κόσμο όσα χρόνια βρισκόταν εκεί.
Οι ηλικίες των θαμώνων του μαγαζιού ήταν ποικίλες. Από νεαρούς φοιτητές μέχρι ηλικιωμένους, ακόμη και γυναίκες μπορούσε να δει κανείς στην ταβέρνα. Γενικότερα έβλεπες ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις να συγχωνεύονται σε ένα μαγαζί 40 τετραγωνικών. Οι θαμώνες δεν ήταν μόνο ρεμπέτηδες παρόλο που το μαγαζί είχε μια πελατεία μερικών ανθρώπων, οι οποίοι ήταν ως φίλοι και ως πελάτες σταθεροί.
Όταν έπαιζαν επικρατούσε ησυχία, δηλαδή οι θαμώνες σταματούσαν να τρώνε και να πίνουν και παρακολουθούσαν με την δέουσα προσοχή. Δεν μιλούσαν, σέβονταν τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς που έπαιζαν (σε αντίθεση με σήμερα), κυρίως τον Κάρολο και τον Νίκο καθώς και όλους όσους τους συνόδευαν.
Ο κύριος Αγαπητός μάς μίλησε για τις προσωπικότητες των Μιλανέων ως προς τη μουσική τέχνη τους και ως προς τον χαρακτήρα του καθενός. Ως προς την μουσική ήταν παίχτες, από τους καλύτερους που έχει γνωρίσει. Και οι τρεις έπαιζαν όλα τα όργανα παρόλο που ο Νίκος είχε την κιθάρα και ο Κάρολος είχε το τρίχορδο. Έπαιζαν και οι τρεις κιθάρα και μπαγλαμά. Κατάφερναν να αναμειγνύουν τα σχήματα. Πότε έπαιζαν τρίχορδο και κιθάρα ή και μπαγλαμά και όταν ερχόταν ο Στάθης, αναμειγνύονταν όλο και περισσότερο τα σχήματα (κιθάρα, τρίχορδο, μπαγλαμάς κ.λ.π.). Δεξιοτέχνης στο μπουζούκι ήταν ο Κάρολος, στην κιθάρα ο Νίκος αλλά όλοι έπαιζαν όλα τα όργανα.
Σαν προσωπικότητες ο Νίκος ήταν φιλόσοφος και θυμόσοφος. Ήταν παιδί με φοβερή πνευματική καλλιέργεια. Είχε τελειώσει το Οικονομικό του Βόλου. Ήταν μία προσωπικότητα με ιδιόρρυθμο χιούμορ, όπως και οι άλλοι δυο. O Κάρολος ήταν πειραχτήρι και τσατίλας, αλλά ήταν παιδί με φοβερή, γλυκιά καρδιά. Έδειχναν τα πάντα σε όποιον ήθελε να μάθει. Με τον τρόπο τους δηλαδή δεν απέρριπταν κανέναν άνθρωπο που ήθελε να μάθει μουσική. Μπορεί να μην το έδειχναν απευθείας, λέγοντας «μάθε εκείνο», «παίξε εκείνο», όμως αν κάποιος πρόσεχε μάθαινε. Όσο για το Στάθη επειδή πήγαινε σπάνια στη Σκάλα, ο κος Αγαπητός δεν μπόρεσε να μας μιλήσει ιδιαίτερα για τον χαρακτήρα του. Μας είπε ότι ακόμη και σήμερα παίζει τα τραγούδια των Μιλανέων συνεχίζοντας έτσι την παράδοση. Η άποψή του για την καλλιτεχνική αξία των Μιλανέων: Ήταν στο λαϊκό τραγούδι το Α και το Ω στον Βόλο.
Ζητήθηκε από τον κύριο Αγαπητό να μας αφηγηθεί ένα περιστατικό που του έχει μείνει αξέχαστο από τη «Σκάλα του Μιλάνου». Μας αφηγήθηκε λοιπόν ένα περιστατικό, δείγμα μουσικής ευφυΐας όπως το αποκάλεσε. Ήταν μια βραδιά που τα όργανα ήταν τελείως διαφορετικά κουρδισμένα. Το μπουζούκι ήταν κουρδισμένο στο ντο, ο μπαγλαμάς στο μι, ενώ θα έπρεπε να είναι στο ρε και τα δυο όργανα και η κιθάρα μισό τόνο κάτω από το ντο. Τα πήραν όπως ήταν και έπαιξαν χωρίς να κουρδίσουν τίποτα. Αυτό είναι εφικτό να γίνει αλλά είναι πολύ δύσκολο χωρίς πρόβα να παίζει κάποιος με ένα όργανο ψηλότερα ή χαμηλότερα κουρδισμένο μαζί με τον άλλο ταυτόχρονα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν δεν ακούστηκε ούτε ένα φάλτσο. Αυτό αντικατοπτρίζει τη μουσική ευφυΐα των ανθρώπων.
Τέλος ο κος Αγαπητός μας είπε ότι η «Σκάλα του Μιλάνου» έκλεισε ακολουθώντας ένα φυσιολογικό κύκλο ζωής. Ο Νίκος ήταν πολύ άρρωστος, ο Κάρολος είχε κουραστεί πια και δεν υπήρχε διάδοχος ο οποίος θα συνέχιζε το έργο τους.